- (η)λιοκαμένος
- (η)λιοκαμένος-η, -ομαυρισμένος από τον ήλιο: Λιοκαμένο πρόσωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιοκαμένος — και λιοκαημένος, η, ο καμένος ή μαυρισμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο(I)* + κα(η)μένος] … Dictionary of Greek
λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… … Dictionary of Greek